Aφού αγοράσει την εργατική δύναμη και τα μέσα παραγωγής ο καπιταλιστής οργανώνει την παραγωγή εμπορευμάτων.
Το προτσές της εργασίας στην καπιταλιστική επιχείρηση έχει διπλό χαρακτήρα.
Από τη μια μεριά είναι προτσές δημιουργίας αξιών χρήσης (υφάσματα, παπούτσια, ρούχα, ψωμί, μηχανές κλπ., αντικείμενα που μπορούν να χρησιμοποιούν οι άνθρωποι).
Από την άλλη, είναι προτσές δημιουργίας αξίας. Αυτό ενδιαφέρει τον καπιταλιστή, γιατί στην αξία των νέων εμπορευμάτων που δημιουργήθηκε από την εργασία των μισθωτών εργατών, υπάρχει εκτός από την αξία της εργατικής δύναμης και των μέσων παραγωγής και ένα πρόσθετο μέρος της αξίας, το οποίο ιδιοποιείται δωρεάν ο καπιταλιστής.
Εκείνο ακριβώς το μέρος της αξίας που δημιουργείται από την εργασία των μισθωτών εργατών, αλλά δεν πληρώνεται από τον καπιταλιστή, είναι η υπεραξία.
Ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής προϋποθέτει ένα σχετικά υψηλό επίπεδο παραγωγικότητας της εργασίας, όπου ο εργάτης χρειάζεται μονάχα ένα μέρος της εργάσιμης μέρας, για να δημιουργήσει μια αξία ίση με την αξία της εργατικής δύναμης.
Η υπεραξία δημιουργείται μόνο στην παραγωγή, στο προτσές της εκμετάλλευσης της εργασίας από το κεφάλαιο.
Ας πάρουμε ένα παράδειγμα με το εμπόρευμα (Α) και υποθέσουμε ότι:
- Η εργάσιμη μέρα είναι ένα 8ωρο.
- Το 8ωρο διαιρείται σε δύο ίσα μέρη:
α) Σε αναγκαίο χρόνο εργασίας - 4 ώρες, όπου ο εργάτης παράγει αξία ίση με την αξία της εργατικής του δύναμης.
β) και σε πρόσθετο χρόνο εργασίας, - 4 ώρες, όπου ο εργάτης δουλεύει δωρεάν στον καπιταλιστή.
Βεβαίως, η αναλογία ανάμεσα στον αναγκαίο χρόνο εργασίας και στον πρόσθετο αλλάζουν, αλλά αυτός ο διαχωρισμός υπάρχει πάντα στον καπιταλισμό.
Στη διάρκεια της εργάσιμης μέρας των 8 ωρών ο εργάτης παράγει εμπορεύματα. Σ' αυτά εμπεριέχεται μέρος της αξίας του σταθερού κεφαλαίου που μεταβιβάζεται με την εργασία στα νέα εμπορεύματα και η αξία της εργατικής δύναμης. Η αξία των εμπορευμάτων που παράγονται στο 8ωρο είναι μεγαλύτερη από το άθροισμα της αξίας του σταθερού κεφαλαίου που μεταβιβάστηκε σ' αυτά και της αξίας της εργατικής δύναμης. Γιατί αν ήταν ίση, τότε ο καπιταλιστής θα πουλούσε τα εμπορεύματα αλλά δε θα αποκόμιζε κέρδος. Θα έπαιρνε πίσω μόνο το σύνολο του κεφαλαίου που είχε δαπανήσει για την παραγωγή τους.
Ετσι στο παράδειγμά μας, μέσα σε 8 ώρες εργασίας ας υποθέσουμε ότι παράγονται εμπορεύματα αξίας 60 ευρώ. Η αξία του σταθερού κεφαλαίου, (πρώτες ύλες, απόσβεση μηχανών, κτιρίων κλπ.), είναι 44 ευρώ και η αξία της εργατικής δύναμης είναι 8 ευρώ. Ο καπιταλιστής δαπάνησε κεφάλαιο 44+8=52 ευρώ, αλλά η αξία των νέων εμπορευμάτων είναι 60 ευρώ. Επομένως, στη διάρκεια των 8 ωρών έχουμε παραγωγή παραπάνω αξίας 8 ευρώ. Αυτή η νέα αξία είναι η υπεραξία. Ετσι στις πρώτες 4 ώρες, (αναγκαίος χρόνος εργασίας), ο εργάτης παρήγαγε αξία ίση με την αξία της εργατικής του δύναμης, (η αξία του σταθερού κεφαλαίου προϋπάρχει στα χτίρια, τα μηχανήματα, τις πρώτες ύλες και απλά μεταβιβάζεται στα παραγόμενα εμπορεύματα), ενώ τις επόμενες 4 ώρες, (πρόσθετος χρόνος εργασίας) παρήγαγε νέα αξία 8 ευρώ, την υπεραξία, που καρπώνεται ο καπιταλιστής.
Η υπεραξία των 8 ευρώ δημιουργείται από την απλήρωτη πρόσθετη εργασία του εργάτη που παράγει το προϊόν (Α).
Ακριβώς σε αυτήν τη δωρεάν ιδιοποίηση από τους καπιταλιστές του προϊόντος της απλήρωτης εργασίας των εργατών, δηλαδή στην ιδιοποίηση της υπεραξίας, συνίσταται η ουσία της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.
Η υπεραξία γεννιέται στην παραγωγή και εκδηλώνεται στην κυκλοφορία.
Η παραγωγή και η ιδιοποίηση της υπεραξίας από τους καπιταλιστές είναι ο βασικός οικονομικός νόμος του καπιταλισμού.
Οι δύο τρόποι αύξησης
του βαθμού εκμετάλλευσης
Βαθμός εκμετάλλευσης είναι η σχέση πρόσθετου προς τον αναγκαίο χρόνο εργασίας ή αλλιώς η σχέση υπεραξίας προς την αξία της εργατικής δύναμης.
Κάθε καπιταλιστής προσπαθεί με κάθε τρόπο να αυξήσει το μερίδιο της υπεραξίας που απομυζά από τον εργάτη.
Η υπεραξία που παράγεται με την παράταση της εργάσιμης μέρας, επομένως και με την αύξηση του πρόσθετου χρόνου εργασίας, ονομάζεται απόλυτη υπεραξία.
Αυτό γινόταν στις αρχές του καπιταλισμού.
Σύγχρονη μορφή του είναι οι υπερωρίες.
Η υπεραξία που προέρχεται από την ελάττωση του αναγκαίου χρόνου εργασίας και την αντίστοιχη αύξηση του πρόσθετου χρόνου εργασίας, με σταθερό τον ημερήσιο εργάσιμο χρόνο, ονομάζεται σχετική υπεραξία.
Η βασική μέθοδος αύξησης της σχετικής υπεραξίας είναι η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Γιατί η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας σημαίνει παραγωγή περισσότερων εμπορευμάτων στη διάρκεια του ημερήσιου χρόνου εργασίας, επομένως και περισσότερη νέα αξία.
Εκτός από την απόλυτη και τη σχετική υπεραξία, υπάρχει και η πρόσθετη υπεραξία. Αυτή είναι παραλλαγή της σχετικής υπεραξίας.
Η πηγή της πρόσθετης υπεραξίας είναι η υψηλότερη παραγωγικότητα της εργασίας σε ορισμένες επιχειρήσεις σε σύγκριση με το μέσο επίπεδο για το δοσμένο κλάδο παραγωγικότητας.
H ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων είναι ένα προοδευτικό φαινόμενο. Αλλά στις συνθήκες του καπιταλισμού η ανάπτυξη αυτή συνδέεται πάντοτε με το δυνάμωμα της εκμετάλλευσης των εργατών.
Οι δύο αυτοί τρόποι αύξησης της υπεραξίας παίζουν διαφορετικό ρόλο στις διάφορες βαθμίδες της ιστορικής ανάπτυξης του καπιταλισμού: Στην περίοδο της μανιφακτούρας, όπου η τεχνική βρισκόταν σε χαμηλό επίπεδο και προχωρούσε σχετικά αργά, την κυριότερη σημασία είχε η αύξηση της απόλυτης υπεραξίας. Με την παραπέρα ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων του καπιταλισμού στη μηχανική και κυρίως στη σύγχρονη περίοδο, όταν η αναπτυγμένη σε πολύ υψηλό επίπεδο τεχνική επιτρέπει ν' αυξάνεται γρήγορα η παραγωγικότητα της εργασίας, οι καπιταλιστές πετυχαίνουν μια τεράστια ένταση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, προπαντός με την αύξηση της σχετικής υπεραξίας. Ταυτόχρονα, οι καπιταλιστές επιδιώκουν, όπως και πριν, με κάθε τρόπο την παράταση της εργάσιμης μέρας (όπως γίνεται και σήμερα με την αλλαγή των εργασιακών σχέσεων) και ιδιαίτερα την αύξηση της εντατικότητας της εργασίας.
Η σημασία της θεωρίας
για την υπεραξία
Ο Κ. Μαρξ στο «Κεφάλαιο» ερεύνησε την οικονομική διάρθρωση της καπιταλιστικής κοινωνίας. Αποκάλυψε τις σχέσεις που διέπουν τις δύο βασικές τάξεις της καπιταλιστικής κοινωνίας. Οι σχέσεις μεταξύ της αστικής τάξης και της εργατικής τάξης είναι σχέσεις εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο και καταπίεσης του προλεταριάτου από την τάξη των καπιταλιστών. Από τις σχέσεις αυτές απορρέουν οι ανταγωνιστικές ταξικές αντιθέσεις και η ταξική πάλη.
Την κοινωνικο-οικονομική βάση αυτών των ανταγωνιστικών σχέσεων την αποτελεί η καπιταλιστική ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής.
Με τη θεωρία της υπεραξίας ο Μαρξ ανέλυσε επιστημονικά, για πρώτη φορά, την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης από την τάξη των καπιταλιστών.
Ατράνταχτη απόδειξη γι' αυτό είναι το γεγονός ότι η ύπαρξη και η αύξηση του κεφαλαίου είναι δυνατές μόνο στη βάση της εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας από το κεφάλαιο, και η υπεραξία που προέρχεται από την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης είναι μεταξύ τους αχώριστα συνδεδεμένα.
Ο Κ. Μαρξ στο νόμο της υπεραξίας, που είναι ο βασικός οικονομικός νόμος του καπιταλισμού, ανακάλυψε τον οικονομικό νόμο κίνησης του σύγχρονου καπιταλισμού.
Η θεωρία της υπεραξίας δίνει το κλειδί ότι η εργατική τάξη δεν μπορεί να καταργήσει την εκμετάλλευση μέσα στα πλαίσια του καπιταλισμού.
Η θεωρία της υπεραξίας αναδείχνει, θεμελιώνει και αποδεικνύει την αντικειμενική αναγκαιότητα της ενιαίας οικονομικής, πολιτικής και ιδεολογικής πάλης.
Η θεωρία της υπεραξίας τεκμηριώνει επιστημονικά την ιστορική αποστολή της εργατικής τάξης, σαν νεκροθάφτη του καπιταλισμού και δημιουργού της σοσιαλιστικής - κομμουνιστικής κοινωνίας.
Ολα αυτά έκαναν το Β.Ι. Λένιν να χαρακτηρίσει τη διδασκαλία της υπεραξίας σαν «τον ακρογωνιαίο λίθο της οικονομικής θεωρίας του Μαρξ»*.
* Β. Ι. Λένιν: «Οι τρεις πηγές και τα τρία συστατικά μέρη του μαρξισμού». Απαντα, τόμ. 23, σελ. 46.
Του
Γιώργου ΠΟΛΥΜΕΡΙΔΗ
Γιώργου ΠΟΛΥΜΕΡΙΔΗ