Του Τάσου Θεοφίλου
Πάλι πρέπει να βρω δουλειά. Πάλι. Και τώρα; Τόσο καιρό ως επισφαλής νέος με ξεζούμιζε το κάθε μικραφεντικό για τρία ευρώ την ώρα αλλά τουλάχιστον είχα την συνείδηση ότι με κλέβει και ότι αυτό είναι κοινωνικά αναγνωρισμένο. Είχα κάπως την περηφάνια του ταπεινωμένου. Την περηφάνια αυτουνού που αναγνωρίζεται ως ταπεινωμένος. Τώρα η κρίση μου στερεί και αυτή την απόλαυση. Σου λέει. Τρία ευρώ την ώρα όχι στα μουλοχτά, όχι επειδή είσαι ακόμα φοιτητής και πρέπει να ψηθείς. Όχι επειδή είσαι ακόμα φοιτητής και να όσο και να ναι οι γονείς σου κάτι θα στέλνουν. Όχι επειδή είναι μια προσωρινή δουλειά και όλο το μέλλον είναι μπροστά σου. Όχι. Όχι Όχι! Θα παίρνεις τρία ευρώ την ώρα γιατί έτσι. Γιατί είσαι τυχερός που βρήκες και με τόσα. Και γιατί πια το επιτρέπει και ο νόμος. Ψάξε για δουλειά λούζερ!
Γενικά ξέρεται. Πολλά έξοδα δεν έχω. Το καλάθι της νοικοκυράς μπορεί να μίκρυνε αλλά σε αντιστάθμισμα μεγάλωσε η τσάντα της. Έτσι και εγώ αν και όχι νοικοκυρά καθότι αγόρι βγαίνω πάντα από τα σούπερ μάρκετ με δυο πράματα στο καλάθι και όλου του κόσμου τα αγαθά στη τσάντα μου. Το ίδιο και με τα βιβλία. Ε, και αν βαριέμαι υπάρχουν και οι βιβλιοθήκες. Σύνδεση ίντερνετ κλέβω από τα γραφεία δίπλα και γλιτώνω λεφτά και για ταινίες εφημερίδες και τα τέτοια. Δεν καπνίζω. Βγαίνω και πίνω σπάνια καθώς τώρα έχω κορίτσι και βρίσκω εντελώς άσκοπα και τα μεθύσια και τα ξενύχτια. Βασικά αν δεν πρέπει σόνι και ντε να γαμήσεις την πρώτη καβλωμένη για "εμπειρίες" φοιτήτρια που θα βρεις μπροστά σου δεν έχει κανένα νόημα ούτε να βγεις ούτε να πιεις. Παρόλα αυτά κάποια χρήματα χρειάζονται. Ενοίκιο, ΔΕΗ, καμιά βενζίνη για το παπί. Παπί. Τριάντα χρονών άνθρωπος.
Έτσι λοιπόν τριάντα χρονών άνθρωπος πήρα το παπί και πήρα σβάρνα τις αγγελίες για ντελίβερι. Πάω στην πρώτη. Ένας λαϊκός με ύφος είναι και η παρασκευή της πίτσας επιστήμη άρα είμαι και εγώ επιστήμονας μου λέει πως το αφεντικό θα έρθει σε λίγο. Κάθομαι και περιμένω. Σαν τον ζητιάνο. Ζητιανεύω δουλειά. Αδιανόητο. Ο Λαϊκός μου πιάνει ψιλή κουβεντούλα. Ψαρωτική. Να μου δείξει πως αν με πάρουν να ξέρω. Αυτός είναι ο παλιός. Αυτός κάνει κουμάντο. Είναι λέει στο μαγαζί από το '92. Το αφεντικό ακόμα και για την ανακαίνιση πήρε την γνώμη του! Νοιώθω την κρίση πανικού να μου χαμογελάει χαιρέκακα. Κάθομαι και περιμένω. Δεν έχω επιλογή.
Το αφεντικό μπαίνει με ύφος ευεργέτη. Μιλάει λίγο στον Λαϊκό. Με δείχνουν με τα μάτια και κάνουν ψου ψου. Ντρέπομαι. Σκέφτομαι ότι μπορεί να μου ζητήσουν να ανοίξω το στόμα μου να ρίξουν μια ματιά και στα δόντια μου. Κάθεται σε ένα γραφείο στην άκρη. Ο Λαϊκός έρχεται και μου λέει πήγαινε στο γραφείο. Ο κύριος Κώστας είπε να πας. Κόβονται τα πόδια μου. Τα γόνατα μου τρέμουν. Νοιώθω σαν να πηγαίνω στον Ιατρό. Νοιώθω λες και θα με γαμήσουν. Πηγαίνω. Μου λέει εγώ είμαι ο κύριος Κώστας. Μου ρχεται να του πω αυτό άσε να το κρίνει κανένας άλλος που μού-γινες και κύριος. Του λέω γω είμαι ο Τάδε. Δεν του δίνω το κανονικό μου. Έτσι. Για να μην λερωθεί. Μου λέει εμπειρία έχεις; Του λέω κάτι κάνω. Μου λέει δέκα ευρώ τις τέσσερις ώρες. Του λέω αυτό δεν είναι ούτε τρία ευρώ την ώρα. Μου λέει είναι δύσκολοι καιροί. Κρίση, χαράτσια τέτοια. Εγώ βέβαια δεν έχω δικό μου σπίτι για να έχω χαράτσι - μουνί του υπονόμου - θέλω να απαντήσω αλλά τελικά εγώ θα το πληρώσω. Αυτή η συνεχής μετακύλιση των συνεπειών της κρίσης από πάνω προς τον κάτω ως τον απόπατο της κοινωνικής πυραμίδας μου φαίνεται αδιανόητη. Τι να πω. Κάνω πως δέχομαι. Δεν του αρέσει που δυσανασχετώ και μου λέει. Υπάρχει πολλή ανεργία. Κάνω ότι μπορώ για να διατηρήσω θέσεις εργασίας. Άκου τον ευεργέτη σκέφτομαι. Λες και η μισθωτή εργασία είναι αυτοσκοπός. Νομίζει πως κάνει και κοινωνικό έργο το παπάρι. Προσφέρει θέσεις εργασίας. Προσφέρει απασχόληση! ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ! Μας απασχολεί να μην βαριόμαστε! Στην ανάγκη θα μας επιτρέψει να δουλέψουμε και τσάμπα. Δεν απαντάω. Του λέω όχι νταξ απλά είπα να και τα τέτοια...
Όσο δουλεύω τις τέσσερις εκείνες ώρες βιώνω στο πετσί μου όχι μόνο τις καπιταλιστικές αντιφάσεις αλλά όλη την καπιταλιστική απάτη στην ελληνική της εκδοχή. Δηλαδή στο μεγαλείο της. Μιλάμε παίρνω τα πακέτα με τις παραγγελίες πέντε - πέντε, τρέχω με το μηχανάκι σαν παλαβός κυνδηνεύοντας ανά πάσα στιγμή να σκοτωθώ επειδή ο κάθε καριόλης βαριέται να μαγειρέψει και ακούω και γκρίνια επειδή άργησα! Η δουλειά που θα έπρεπε να βγει από δυο άτομα βγαίνει από ένα. Έτσι αποκτά αξία ανεκτίμητη η θέση εργασίας. Όσο πιο πολύ σε αποκτηνώνει τόση μεγαλύτερη αξία έχει. Αποκτηνώνει ή ρομποτομποιεί. Δεν έχει σημασία. Σκέφτομαι δεν είναι ζωή αυτή. Δέκα ευρώ για να φλερτάρω επί τέσσερις ώρες με τον θάνατο, με την τρέλα και με την απανθρωποποίηση μου. Και κάτι φιλοδωρήματα για το σασπένς. Σκατά.
Έχω πάνω μου χίλια ευρώ ταμείο και εγώ θα πάρω τα δέκα. Δηλαδή τα αρχίδια μου. Θα πάρω τα αρχίδια μου. Ένα ακαθόριστο σχήμα που σιγά σιγά παίρνει την μορφή λάμπας βγαίνει από το κεφάλι μου. Συνοδεύεται από θαυμαστικό. Είναι μια ιδέα! Μια ιδέα που λέει πως ο κύριος Κώστας θα πάρει τα αρχίδια μου. Σκέφτομαι: έχω πάνω μου χίλια ευρώ που ένας καριόλης λέει πως είναι δικά του και πως από αυτά θα μου κάνει την χάρη να μου δώσει δέκα. Έχω και πέντε πίτσες. Γιατί να σκάω; Γιατί να ψάχνω αλλού το δίκιο μου αν μπορώ να το βρω μόνος μου; Πετάω το κουτί του διανομέα. Βάζω τις υπόλοιπες παραγγελίες στη σχάρα και τις δένω με το χταπόδι. Θα τις φάω με τους φίλους μου. Όπως και τα χίλια ευρώ. Θα τα φάω με τους φίλους μου.
Οδηγώ το παπί στην λεωφόρο και ο αέρας των εξατμίσεων ανακατεύεται με τον αέρα της ελευθερίας. Χαμογελάω ικανοποιημένος και σκέφτομαι πως αν κάποτε συναντήσω τον κύριο Κώστα και μου ζητήσει τον λογαριασμό θα του πω να μην με "απασχολεί" γιατί έχω και σημαντικά πράματα να κάνω στην ζωή μου.
Τάσσιος Θήτα
Θεσσαλονίκη
03 Απρίλη 2012
πηγη:http://paranoiriko.blogspot.gr/
Πάλι πρέπει να βρω δουλειά. Πάλι. Και τώρα; Τόσο καιρό ως επισφαλής νέος με ξεζούμιζε το κάθε μικραφεντικό για τρία ευρώ την ώρα αλλά τουλάχιστον είχα την συνείδηση ότι με κλέβει και ότι αυτό είναι κοινωνικά αναγνωρισμένο. Είχα κάπως την περηφάνια του ταπεινωμένου. Την περηφάνια αυτουνού που αναγνωρίζεται ως ταπεινωμένος. Τώρα η κρίση μου στερεί και αυτή την απόλαυση. Σου λέει. Τρία ευρώ την ώρα όχι στα μουλοχτά, όχι επειδή είσαι ακόμα φοιτητής και πρέπει να ψηθείς. Όχι επειδή είσαι ακόμα φοιτητής και να όσο και να ναι οι γονείς σου κάτι θα στέλνουν. Όχι επειδή είναι μια προσωρινή δουλειά και όλο το μέλλον είναι μπροστά σου. Όχι. Όχι Όχι! Θα παίρνεις τρία ευρώ την ώρα γιατί έτσι. Γιατί είσαι τυχερός που βρήκες και με τόσα. Και γιατί πια το επιτρέπει και ο νόμος. Ψάξε για δουλειά λούζερ!
Γενικά ξέρεται. Πολλά έξοδα δεν έχω. Το καλάθι της νοικοκυράς μπορεί να μίκρυνε αλλά σε αντιστάθμισμα μεγάλωσε η τσάντα της. Έτσι και εγώ αν και όχι νοικοκυρά καθότι αγόρι βγαίνω πάντα από τα σούπερ μάρκετ με δυο πράματα στο καλάθι και όλου του κόσμου τα αγαθά στη τσάντα μου. Το ίδιο και με τα βιβλία. Ε, και αν βαριέμαι υπάρχουν και οι βιβλιοθήκες. Σύνδεση ίντερνετ κλέβω από τα γραφεία δίπλα και γλιτώνω λεφτά και για ταινίες εφημερίδες και τα τέτοια. Δεν καπνίζω. Βγαίνω και πίνω σπάνια καθώς τώρα έχω κορίτσι και βρίσκω εντελώς άσκοπα και τα μεθύσια και τα ξενύχτια. Βασικά αν δεν πρέπει σόνι και ντε να γαμήσεις την πρώτη καβλωμένη για "εμπειρίες" φοιτήτρια που θα βρεις μπροστά σου δεν έχει κανένα νόημα ούτε να βγεις ούτε να πιεις. Παρόλα αυτά κάποια χρήματα χρειάζονται. Ενοίκιο, ΔΕΗ, καμιά βενζίνη για το παπί. Παπί. Τριάντα χρονών άνθρωπος.
Έτσι λοιπόν τριάντα χρονών άνθρωπος πήρα το παπί και πήρα σβάρνα τις αγγελίες για ντελίβερι. Πάω στην πρώτη. Ένας λαϊκός με ύφος είναι και η παρασκευή της πίτσας επιστήμη άρα είμαι και εγώ επιστήμονας μου λέει πως το αφεντικό θα έρθει σε λίγο. Κάθομαι και περιμένω. Σαν τον ζητιάνο. Ζητιανεύω δουλειά. Αδιανόητο. Ο Λαϊκός μου πιάνει ψιλή κουβεντούλα. Ψαρωτική. Να μου δείξει πως αν με πάρουν να ξέρω. Αυτός είναι ο παλιός. Αυτός κάνει κουμάντο. Είναι λέει στο μαγαζί από το '92. Το αφεντικό ακόμα και για την ανακαίνιση πήρε την γνώμη του! Νοιώθω την κρίση πανικού να μου χαμογελάει χαιρέκακα. Κάθομαι και περιμένω. Δεν έχω επιλογή.
Το αφεντικό μπαίνει με ύφος ευεργέτη. Μιλάει λίγο στον Λαϊκό. Με δείχνουν με τα μάτια και κάνουν ψου ψου. Ντρέπομαι. Σκέφτομαι ότι μπορεί να μου ζητήσουν να ανοίξω το στόμα μου να ρίξουν μια ματιά και στα δόντια μου. Κάθεται σε ένα γραφείο στην άκρη. Ο Λαϊκός έρχεται και μου λέει πήγαινε στο γραφείο. Ο κύριος Κώστας είπε να πας. Κόβονται τα πόδια μου. Τα γόνατα μου τρέμουν. Νοιώθω σαν να πηγαίνω στον Ιατρό. Νοιώθω λες και θα με γαμήσουν. Πηγαίνω. Μου λέει εγώ είμαι ο κύριος Κώστας. Μου ρχεται να του πω αυτό άσε να το κρίνει κανένας άλλος που μού-γινες και κύριος. Του λέω γω είμαι ο Τάδε. Δεν του δίνω το κανονικό μου. Έτσι. Για να μην λερωθεί. Μου λέει εμπειρία έχεις; Του λέω κάτι κάνω. Μου λέει δέκα ευρώ τις τέσσερις ώρες. Του λέω αυτό δεν είναι ούτε τρία ευρώ την ώρα. Μου λέει είναι δύσκολοι καιροί. Κρίση, χαράτσια τέτοια. Εγώ βέβαια δεν έχω δικό μου σπίτι για να έχω χαράτσι - μουνί του υπονόμου - θέλω να απαντήσω αλλά τελικά εγώ θα το πληρώσω. Αυτή η συνεχής μετακύλιση των συνεπειών της κρίσης από πάνω προς τον κάτω ως τον απόπατο της κοινωνικής πυραμίδας μου φαίνεται αδιανόητη. Τι να πω. Κάνω πως δέχομαι. Δεν του αρέσει που δυσανασχετώ και μου λέει. Υπάρχει πολλή ανεργία. Κάνω ότι μπορώ για να διατηρήσω θέσεις εργασίας. Άκου τον ευεργέτη σκέφτομαι. Λες και η μισθωτή εργασία είναι αυτοσκοπός. Νομίζει πως κάνει και κοινωνικό έργο το παπάρι. Προσφέρει θέσεις εργασίας. Προσφέρει απασχόληση! ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ! Μας απασχολεί να μην βαριόμαστε! Στην ανάγκη θα μας επιτρέψει να δουλέψουμε και τσάμπα. Δεν απαντάω. Του λέω όχι νταξ απλά είπα να και τα τέτοια...
Όσο δουλεύω τις τέσσερις εκείνες ώρες βιώνω στο πετσί μου όχι μόνο τις καπιταλιστικές αντιφάσεις αλλά όλη την καπιταλιστική απάτη στην ελληνική της εκδοχή. Δηλαδή στο μεγαλείο της. Μιλάμε παίρνω τα πακέτα με τις παραγγελίες πέντε - πέντε, τρέχω με το μηχανάκι σαν παλαβός κυνδηνεύοντας ανά πάσα στιγμή να σκοτωθώ επειδή ο κάθε καριόλης βαριέται να μαγειρέψει και ακούω και γκρίνια επειδή άργησα! Η δουλειά που θα έπρεπε να βγει από δυο άτομα βγαίνει από ένα. Έτσι αποκτά αξία ανεκτίμητη η θέση εργασίας. Όσο πιο πολύ σε αποκτηνώνει τόση μεγαλύτερη αξία έχει. Αποκτηνώνει ή ρομποτομποιεί. Δεν έχει σημασία. Σκέφτομαι δεν είναι ζωή αυτή. Δέκα ευρώ για να φλερτάρω επί τέσσερις ώρες με τον θάνατο, με την τρέλα και με την απανθρωποποίηση μου. Και κάτι φιλοδωρήματα για το σασπένς. Σκατά.
Έχω πάνω μου χίλια ευρώ ταμείο και εγώ θα πάρω τα δέκα. Δηλαδή τα αρχίδια μου. Θα πάρω τα αρχίδια μου. Ένα ακαθόριστο σχήμα που σιγά σιγά παίρνει την μορφή λάμπας βγαίνει από το κεφάλι μου. Συνοδεύεται από θαυμαστικό. Είναι μια ιδέα! Μια ιδέα που λέει πως ο κύριος Κώστας θα πάρει τα αρχίδια μου. Σκέφτομαι: έχω πάνω μου χίλια ευρώ που ένας καριόλης λέει πως είναι δικά του και πως από αυτά θα μου κάνει την χάρη να μου δώσει δέκα. Έχω και πέντε πίτσες. Γιατί να σκάω; Γιατί να ψάχνω αλλού το δίκιο μου αν μπορώ να το βρω μόνος μου; Πετάω το κουτί του διανομέα. Βάζω τις υπόλοιπες παραγγελίες στη σχάρα και τις δένω με το χταπόδι. Θα τις φάω με τους φίλους μου. Όπως και τα χίλια ευρώ. Θα τα φάω με τους φίλους μου.
Οδηγώ το παπί στην λεωφόρο και ο αέρας των εξατμίσεων ανακατεύεται με τον αέρα της ελευθερίας. Χαμογελάω ικανοποιημένος και σκέφτομαι πως αν κάποτε συναντήσω τον κύριο Κώστα και μου ζητήσει τον λογαριασμό θα του πω να μην με "απασχολεί" γιατί έχω και σημαντικά πράματα να κάνω στην ζωή μου.
Τάσσιος Θήτα
Θεσσαλονίκη
03 Απρίλη 2012
πηγη:http://paranoiriko.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου